- ἀναχαίτισμα
- ἀνα-χαίτισμα u. ἀνα-χαιτισμός, das Zurückziehen, Zurückhalten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναχαίτισμα — το (Α ἀναχαίτισμα) αναχαίτιση, σταμάτημα … Dictionary of Greek
αναχαίτιση — αναχαίτιση, η και αναχαίτισμα, το και αναχαιτισμός, ο συγκράτηση, εμπόδισμα: Η αναχαίτιση του πληθωρισμού είναι έργο δύσκολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)